- ἁλμυρότης
- ἁλμυρότηςsaltnessfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁλμυρότητα — ἁλμυρότης saltness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλμυρότητι — ἁλμυρότης saltness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλμυρότητος — ἁλμυρότης saltness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλμυρός — I Κωμόπολη (υψόμ. 60 μ., 7.566 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλμυρού του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλμυρού. Ο σημερινός Α., που ιδρύθηκε τον 13ο αι., είναι ομώνυμος του παλαιότερου οικισμού που είχε δημιουργηθεί τον 9ο αι. μ.Χ.,… … Dictionary of Greek
αλμυρότητα — Το βάρος σε γραμμάρια όλων των αλάτων που περιέχονται σε ένα κιλό θαλασσινού νερού. Η περιεκτικότητα αυτή εξαρτάται κυρίως από τοπικούς παράγοντες. Για παράδειγμα, η Βαλτική θάλασσα που δεν επικοινωνεί με ανοιχτή θάλασσα και δέχεται τα νερά… … Dictionary of Greek
ԱՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0043 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 12c գ. Կծուութիւն եւ համ աղի. դառնութիւն. աղիութիւն, շօռութիւն. ... ἁλμυρότης salsedo, ἅλμι salsugo *Աղ՝ եթէ աղութիւն ոչ ունիցի, ոչ իմիք է պիտանացու. Շ. մտթ.: *Ճաշակականքն կոչեցեալք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)